Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοαιμάτωτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοαιμάτωτος, επίθ.· ολομάτωτος.
  • Που είναι γεμάτος αίματα, καταματωμένος:
    • (Ερωτόκρ. Έ 9
    • σπαθί ολομάτωτο (Ροδολ. Ά 532).

[<ολο + αιματώνω. Ο τ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες