Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολικά, επίρρ.
-
- Καθολικά, όλοι μαζί:
- ήρτεν ο ρήγας εις την Κύπρον … και εχάρησαν οι λας ολικά (Byz. Kleinchron. Á 2109 (έκδ. ο λας ιλημένως?· διόρθ. Kambylis)).
[<επίθ. ολικός (4. αι., TLG)· πβ. και μτγν. επίρρ. ολικώς (L‑S, λ. ‑ος)]
- Καθολικά, όλοι μαζί:



