Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολιγότης ‑ητα η.
  • 1) Μικρός αριθμός, ολιγαριθμία:
    • (Ψευδο-Σφρ. 42636), (Πεντ. Λευιτ. XXV 16).
  • 2) Το να είναι κ. λίγο (σε ποσότητα)· σπανιότητα, ανεπάρκεια:
    • (Lucar, Sermons 71), (Ωροσκ. 439).
  • 3)
    • α) (Μεταφ.) έλλειψη ισχύος, κύρους· παρακμή:
      • υιοί του Ισραήλ ήλθαν εις ολιγότητα και εζούσαν κακά (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 152v
    • β) φθορά:
      • πάσα πράγμα … έρχεται εις ολιγότητα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 15v).

[αρχ. ουσ. ολιγότης. Η λ. (‑τητα) στο Βλάχ. (όπου και τ. λι‑) και σήμ. (ΑΛΝΕ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες