Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγοστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολιγοστός, επίθ· ελιγοστός· λιγοστός.
  • 1) Πολύ λίγος (σε αριθμό ή ποσότητα):
    • εξήλθεν ο βασιλεύς μετά τινών ολιγοστών στρατιωτών (Πανάρ. 7711
    • βάνει ολιγοστόν άλας (Ιμπ. 640
  • 2) Μικρός σε μέγεθος:
    • (Ερμον. Ε 263).
  • 3) Περιορισμένος σε έκταση ή βαθμό:
    • εγίνην θανατικόν εις τας Σέρρας, αμή ήτον ολιγοστό (Συναδ. φ. 46v).
  • 4) (Προκ. για χρόνο) λίγος, πολύ σύντομος:
    • Καιρόν εκάμαν λιγοστόν όσον να ητοιμασθούσι (Άλ. Κύπρ. 918).
  • 5) (Με αφηρημένο ουσ.) λίγος, μικρός:
    • ολιγοστήν ανακωχήν (ενν. να δώσεις) εκείνης της μητρός σου (Ριμ. Βελ. ρ 794).
  • 6) Ασήμαντος, μη υπολογίσιμος, ανάξιος λόγου:
    • ολιγοστοί εις δύναμιν (Ριμ. Βελ ρ 258).
  • Ο θετ. βαθμός του επιθ. ως συγκρ. = λιγότερος:
    • είμαστεν ολιγοστοί απ’ αύτους (Χρον. Μορ. P 3991).
  • Το ουδ. του επιθ. (ολιγοστό(ν), λιγοστό) ως επίρρ. (πβ. ολιγοστά) = λίγο:
    • Εξέβην ο Ιμπέριος … να αναπαυθεί ολιγοστόν (Ιμπ. 653· Σπαν. (Μαυρ.) P 180).

[αρχ. επίθ. ολιγοστός. Ο τ. ελισήμ. ποντ. Ο τ. λι‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες