Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγοστά, επίρρ.
-
- Λίγο:
- λάλει ολιγοστά και μεμελετημένα (Σπαν. P 59).
[πληθ. του ουδ. του επίθ. ολιγοστός ως επίρρ. Η λ., καθώς και τ. λιγοστά, στο Somav.]
- Λίγο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγοσταίνω· 'λιγοσταίνω· αόρ. ολιγόστυνα.
-
- 1) Ελαττώνομαι, λιγοστεύω (σε αριθμό, ποσότητα, ένταση)· κοντεύω να τελειώσω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 274), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 92V)·
- Το φως τση μέρας λιγοσταίνει (Βοσκοπ. 117).
- 2) (Μεταφ., προκ. για άνθρωπο που έχει ερωτικό καημό) χάνομαι, σβήνω:
- γροικώ πως λιγοσταίνω, απέ την φλόγα την πολλήν θέλω καεί (Θησ. Γ́ [207]).
[<επίθ. ολιγοστός + κατάλ. ‑αίνω. Ο τ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- 1) Ελαττώνομαι, λιγοστεύω (σε αριθμό, ποσότητα, ένταση)· κοντεύω να τελειώσω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγοσταυρία η [oliγostavría] Ο25 : σύστημα εκλογής στο οποίο αυτός που ψηφίζει έχει τη δυνατότητα να σημειώσει λίγους σταυρούς προτίμησης σε σχέση με το σύνολο των υποψηφίων. ANT πολυσταυρία.
[λόγ. ολιγο- + σταυρ(ός) -ία]



