Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγο
62 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ολίγο, ολιγό, επίρρ.,
βλ. ολίγον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγο- [oliγo] & ολιγό- [oliγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ολιγ- [oliγ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· (πρβ. λιγο-): 1. (επιστ.) δηλώνει απόκλιση από το κανονικό κατά την οποία παρατηρείται μικρός αριθμός ή μικρή ποσότητα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κύτταρος, ολιγόσπερμος· ολιγαιμία, ~δακτυλία, ~κυτταραιμία, ~μηνόρροια, ~σπερμία. 2. προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του λίγος αριθμητικά, ποσοτικά ή μεταφορικά. ANT πολυ- (στις περιπτώσεις που το β' συνθετικό επιδέχεται αρίθμηση, μέτρηση): α. με τη μορφή ολιγο-, όταν το β' συνθετικό είναι λόγιας προέλευσης: ολιγάριθμος, ολιγαρκής, ~γράμματος, ~ετής, ολιγόπιστος, ~πράγμων, ~σέλιδος, ολιγόστιχος, ολιγόυπνος. β. με διπλή μορφή: ολιγο- & λιγο- ανάλογα με το επίπεδο του λόγου, το είδος του λόγου ή και σε συνάρτηση με τον καταληκτικό φθόγγο της προηγούμενης λέξης: ολιγόλογη συνέντευξη, ολιγόλεπτο διάλειμμα· λιγόλογος άνθρωπος, τον ολιγόλογο άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. ὀλιγ(ο)- θ. του επιθ. ὀλίγο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὀλιγ-αρχία, ὀλιγο-σιτία `το να τρώει κανείς λίγο΄, ελνστ. ὀλιγ-αρκής, μσν. ολιγό-ζωος & διεθ. oligo- < αρχ. ὀλιγο-: ολι γό-καινος < νλατ. oligocaenus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγογράφος -ος -ο [oliγoγráfos] Ε14 : (για συγγραφέα) που έχει γράψει λίγα έργα: ~ ποιητής.

[λόγ. ολιγο- + -γράφος κατά το πολυγράφος]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγογρηγορώ.
  • Βοηθώ κάπ. να επανακτήσει τις αισθήσεις του:
    • φέρνω νερόν, δροσίζω την, ολιγογρηγορώ την (Λίβ. Sc. 2673).

[<επίρρ. ολίγον + γρηγορώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγόδεια η.
  • Ολιγάρκεια:
    • χρήσιμον τοις ανθρώποις η ολιγόδεια (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 774).

[μτγν. ουσ. ολιγόδεια]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγοζωία η.
  • Η βραχύτητα της ζωής:
    • υπό της ολιγοζωίας ημών ου σώζομεν τα μαθήματα αυτών (ενν. των αρχαίων) (Μάρκ., Βουλκ. 34127).

[<επίθ. ολιγόζωος (Αχμέτ 336) + κατάλ. ‑ία. Τ. λιγο‑ σήμ. ποντ. Η λ. στον Αχμέτ και σήμ. (ΑΛNE)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγόζωος -η -ο [oliγózoos] & λιγόζωος -η -ο [liγózoos] Ε5 : (σπάν.) που ζει ή διαρκεί επί μικρό χρονικό διάστημα.

[λόγ. < μσν. ολιγόζωος < ολιγο- + ζω(ή) -ος· μσν. ολιγόζωος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγόζωτος, επίθ.· ολλιγόζωτος.
  • Που ζει λίγο, βραχύβιος:
    • οι σκύλοι είναι ολλιγόζωτοι … όσον ς́ χρόνους και ψοφούσιν (Μαχ. 24426).

[<επίθ. ολίγος + ζω + κατάλ. ‑τος· πβ. και επίθ. ολιγοζώητος (TLG). Τ 'λλιόζωτος σήμ. κυπρ., ολιγοζώετος ποντ. και ολιγοζώητος σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγοήμερος -η -ο [oliγoímeros] & λιγοήμερος -η -ο [liγoímeros] Ε5 : που διαρκεί λίγες ημέρες. ANT πολυήμερος: Ολιγοήμερη απουσία από την εργασία. Ολιγοήμερη άδεια. Ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Kρήτη για ολιγοήμερες διακοπές.

[λόγ. < μσν. ολιγοήμερος < ολιγο- + ημέρ(α) -ος (σύγκρ. ελνστ. ὀλιγοήμερος `λιγόζωος΄)· μσν. ολιγοήμερος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγοθυμημένος, μτχ.,
βλ. ολιγοθυμώ.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες