Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγάρκεια η [oliγárkia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ολιγαρκούς ανθρώπου: Σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης της χώρας είναι η εργατικότητα και η ~ των κατοίκων της.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγαρκία, ὀλιγάρκεια]



