Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολιγάριθμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγάριθμος -η -ο [oliγáriθmos] Ε5 : (για σύνολο) που αποτελείται από μικρό αριθμό στοιχείων (ανθρώπων, αντικειμένων κτλ.). ANT πολυάριθμος: H ολιγάριθμη μεγαλοαστική τάξη. Ολιγάριθμο πλήθος. || μικρός σε αριθμό, σε πλήθος όμοιων πραγμάτων: H πλειοψηφία των τουριστών συγκεντρώνεται στα ολιγάριθμα πασίγνωστα μνημεία.

[λόγ. < μσν. ολιγάριθμος < ολιγ(ο)- + αριθμ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go