Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οληνυκτίς, επίρρ.· οληνυχτίς· ολονυκτί· ολονυκτίς· ολονυχτίς.
-
- Όλη νύχτα:
- Ολονυκτίς σε 'πάντεχα (Διγ. O 1767)·
- ολονυκτί αγρυπνούσα (Διγ. Gr. 1360)·
- εκφρ. οληνυκτίς κι ολημερνίς, ολημερνίς κι οληνυκτίς, ολονυκτίς κι ολομερίς, βλ. ολημερίς β εκφρ.
[<έκφρ. όλη (τη) νύκτα κατά το νωρίς, ολημερίς, κ.τ.ό. Ο τ. ‑χτίς και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ολονυκτί το 10.-11. αι. Ο τ. ολο‑, κ.ά., και σήμ. κυπρ. Ο τ. ολονυχτίς και σήμ. (λογοτ.)]
- Όλη νύχτα: