Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολημερίς [olimerís] επίρρ. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας: ~ κι ολονυχτίς έκλαιγε κι οδυρόταν. || συνεχώς.
[μσν. ολημερίς < φρ. όλη μέρ(α) -ίς αναλ. προς άλλα επιρρ. -ίς: νωρίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολημερίς, επίρρ.· ολημερί· ολημερνίς· ολομερίς.
-
- α) Όλη τη μέρα:
- ολημερνίς δουλεύγου (Ερωφ. Ά 283)·
- β) (συνεκδ.) κάθε μέρα, όλο τον καιρό, συνεχώς:
- τα συγχύσματα τσ’ όχθρητες … ανάφτου … ολημερνίς (Ζήν. Πρόλ. 116· Ερωφ. Γ́ 378)·
- εκφρ. ολημερνίς κι οληνυκτίς, οληνυκτίς κι ολημερνίς, ολονυκτίς κι ολομερίς = συνέχεια:
- (Ερωτόκρ. Β́ 621), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4552), (19722).
[<επίρρ. ολημέρα + κατάλ. ‑ίς κατά το νωρίς. Ο τ. ‑ρνίς στο Somav. (‑ής) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ολο‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- α) Όλη τη μέρα:



