Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολίσθημα το [olísθima] Ο49 : (λόγ.) 1. γλίστρημα. 2. (μτφ.) α. παράπτωμα ιδίως ηθικό: Ήταν σοβαρό ~ η παραποίηση της αλήθειας. β. λάθος, σφάλμα: Γλωσσικό ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ὀλίσθημα `γλίστρημα΄· 2: ελνστ. σημ.]



