Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολίγον, επίρρ.· ελίγο· ελίγον· λίγο· λίγον· λλίον· ολίγο· ολιγό· όλιγον· ολιγόν· ολίον· ολλίγον· ολλίον.
-
— Βλ. και απολίγο, απολίγου, διολίγον.
- Ά (Προκ. για ποσότητα, μέγεθος, ένταση, κλπ.) λίγο:
- (Προδρ. III 271)·
- από σε λιγότερον είναι δυστυχισμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1248]· Απόκοπ. 367).
- Β́ (Τοπ.) λίγο, σε μικρή απόσταση:
- (Καλλίμ. 537)·
- περιπατήσας δε ολιγόν εύρον οδόν αρχαίαν (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 31).
- Γ́ (Χρον.)
- α) για λίγο:
- καρτέρησε όλιγον (Λόγ. παρηγ. L 571· Ερωτόκρ. Ά 1437)·
- β) σε λίγο:
- (Διγ. Z 4257)·
- γ) σιγά σιγά:
- η μέρα ωσάν ήρχισε λίγο να ξημερώνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28121).
- α) για λίγο:
- Εκφρ.
- 1) Ακόμη ολίγο και να … = λίγο έλειψε, παρολίγο (να γίνει κ.):
- (Πεντ. Έξ. XVII 4).
- 2) Εις ολίγον ή ολιγόν =
- (α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:
- (Μπερτόλδος 65)·
- (β) λίγο έλειψε, παρολίγο να γίνει κ.:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 22)·
- (γ) μόλις που:
- (Χρον. Τόκκων 1753).
- 3) Κάθε λίγο, βλ. κάθε 2.
- 4) Κατά ολίγον = λίγο λίγο, σιγά σιγά:
- (Προδρ. IV 248-42 χφ K κριτ. υπ).
- 5) Κατ’ ολίγον ολίγον (ή όλιγον ή ολιγόν), ολίγον (δε) κατ’ ολίγον (ή όλιγον), ολ(λ)ίγον το κατ’ όλιγον ή του κατ’ όλλιγου ή του κατ’ ολλίγου = λίγο λίγο, σιγά σιγά:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 415), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1212 κριτ. υπ.), (Λίβ. Esc. 1630), (Περί ξεν. 3 κριτ. υπ.), (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. 1016), (Χούμνου, Κοσμογ. 1148), (Πουλολ. 631 κριτ. υπ.), (Μαχ. 3428).
- 6) Με ολίγον, βλ. μετά 24α.
- 7) Ολίγον ολίγον ή ολλίον ολλίον = λίγο λίγο, σιγά σιγά:
- (Hist. imp. 47), (Μαχ. 61212, 13).
- 8) Ολίγον, παρ’ ολίγον = σιγά σιγά, λίγο λίγο:
- (Ιμπ. 749).
- 9) Παρ’ ολίγον = λίγο έλειψε, παρολίγο (να γίνει κ.):
- (Ερμον. K 249).
- 10) Προς ολίγον ή ολιγόν = για λίγο, για σύντομο χρονικό διάστημα:
- (Καλλίμ. 1325, 2418).
- 11) Σαν ολίγο = λίγο έλειψε, παρολίγο (να γίνει κ.):
- (Πεντ. Γέν. XXVI 10).
- Φρ.
- 1) Λίγό 'ναι που … = πριν από λίγο:
- (Πανώρ. Έ 121).
- 2) Ολίγ’ ολίγο(ν) (ή ελίγο) ελείφτηκε ή ήλειψε να …, βλ. λείπω Απροσ. 4.
- 3) Ολίον έμεινεν, βλ. μένω Φρ. 2.
[αρχ. επίρρ. ολίγον. Ο τ. λίγο στο Somav. και σήμ. Ο τ. λίγον στο Somav. (λ. ολίγον). Ο τ. λλίον σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Ά (Προκ. για ποσότητα, μέγεθος, ένταση, κλπ.) λίγο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγονούσης, επίθ. 'λιγονούσης.
-
- Που έχει λίγο μυαλό, ανόητος:
- (Πιστ. βοσκ. I 4, 96).
[<επίθ. ολίγος + ουσ. νους με επίδρ. θηλ. σε ‑ουσα. Πβ. σημερ. ιδιωμ. αλαφρονούσης, αχαμνονούσης, βαρυνούσης]
- Που έχει λίγο μυαλό, ανόητος: