Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολέθριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολέθριος, επίθ.
  • α) Ολέθριος, καταστροφικός:
    • (Ερμον. H 22), (Διγ. Z 4246), (Notizb. 82
  • β) θανάσιμος, θανατηφόρος:
    • σφαγήν ολεθρίαν (Διγ. Z 429
    • ολεθρίας μάχης (Ερμον. H 229
    • (με δοτ.):
      • περιστεραίς … και φάσσαις ολέθριοι (ενν. ιέρακες) (Ιερακοσ. 34523).
  • Το ουδ. ως ουσ. = πράξη κακή και απεχθής:
    • (Διήγ. παιδ. 440).

[αρχ. επίθ. ολέθριος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολέθριος -α -ο [oléθrios] Ε6 : που προκαλεί όλεθρο, που είναι πολύ καταστρεπτικός: Ολέθριο σφάλμα. Πολιτική τυχοδιωκτική και τελικά ολέθρια για τα εθνικά συμφέροντα. Ολέθρια σχέση. ολέθρια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὀλέθριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες