Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολάσπρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολάσπρος, επίθ.
  • Κάτασπρος, κατάλευκος:
    • ολάσπρα … ρούχα (Λίβ. Esc. 474
    • νησόπουλον ολάσπρον (Πορτολ. Α 93).

[<ολο‑ + επίθ. άσπρος. Τ. ολόασπρος σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες