Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολάκερος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολάκερος, επίθ.· αλάκερος.
  • 1) Ολόκληρος:
    • Εκείνο τό υποσχεθείς, ολάκερον το δίδε (Κομν., Διδασκ. Δ 360
  • 2) Που έχει όλα του τα μέλη, ακέραιος, άρτιος:
    • ολάκερον το λείψανον του αγίου (Ροδινός 199
    • (σε μεταφ.):
      • πόθου και πόνου ολάκερον … εξέβη δένδρον (Λίβ. N 3382).

[<ολο‑ + επίθ. ακέραιος. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ. και κρητ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολάκερος -η -ο [olákeros] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ολόκληρος.

[μσν. ολάκερος < ολ(ο)- + ακέριος (< ακέραιος) με αποβ. του ημιφ. κατά το σχ.: καθάριος - ολοκάθαρος, όρθιος - ολόρθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες