Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκταήμερος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οκταήμερος, επίθ.
  • (Προκ. για το Χριστό) που είναι ηλικίας οκτώ ημερών:
    • επεριετμήθη ο Χριστός οκταήμερος (Προσκυν. Ολυμπ. 177 9225).

[μτγν. επίθ. οκταήμερος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκταήμερος -η -ο [oktaímeros] & οχταήμερος -η -ο [oxtaímeros] Ε5 : που διαρκεί επί οχτώ συνεχείς ημέρες: Οκταήμερη αποβολή από το σχολείο. || (ως ουσ.) το οκταήμερο & το οχταήμερο, χρονικό διάστημα οχτώ ημερών.

[λόγ. < ελνστ. ὀκταήμερος, αρχ. σημ.: `οχτώ ημερών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες