Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οκνηρός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οκνηρός, επίθ.
  • 1) Δειλός, άτολμος:
    • άνανδρε και οκνηρέ (Κορων., Μπούας 75).
  • 2) Φυγόπονος, τεμπέλης:
    • επαραβραδιάστης και ως οκνηρόν και ράθυμον πάντα να σε ονειδίζω (Διγ. Esc. 857).

[αρχ. επίθ. οκνηρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκνηρός -ή -ό [oknirós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από οκνηρία: ~ άνθρωπος· (πρβ. τεμπέλης).

[λόγ. < ελνστ. ὀκνηρός `διστακτι κός, τεμπέλης΄, αρχ. σημ.: `που δειλιάζει΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go