Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκαζιόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οκαζιόν η, άκλ.· πληθ. οκαζιόνες.
  • Ευκαιρία· περίπτωση:
    • είμαι έτοιμος προς τον πλουν. Όμως ουδεμία οκαζιόν ως τώρα έτυχε (Βελλερ., Επιστ. 62· Μπερτολδίνος 155).

[<βεν. ocasion. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες