Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οιστρογόνα τα [istroγóna] Ο39 : (βιολ.) είδος ορμονών που επηρεάζουν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας (ανάπτυξη, ωρίμανση, λειτουργία).
[λόγ. < διεθ. estro- < αρχ. οrστρο(ς) + -gen = -γόνον, ουδ. του -γόνος, στον πληθ.]



