Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οικτίρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικτίρω [iktíro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αισθάνομαι οίκτο για κπ.: Σε ~ για το κατάντημά σου.

[λόγ. < αρχ. οἰκτίρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go