Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικουρώ [ikuró] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας: Ο διευθυντής μας οικουρεί.
[λόγ. < αρχ. οἰκουρῶ `μένω σπίτι, αποφεύγω τη στρατιωτική υπηρεσία΄]



