Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοπεδοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοπεδοποιώ [ikopeδopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω μια έκταση γης σε οικόπεδα: Kαμένα δάση που οικοπεδοποιήθηκαν.

[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες