Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικονόμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οικονόμων ο.
— Πβ. και οικονόμος.
  • Αξιωματούχος κληρικός (υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού):
    • τα του επισκόπου καλά ο οικονόμων … τῳ μέλλοντι αρχιερεί πιστώς βλεπήσωσιν (Διάτ. Κυπρ. 5087).

[<ουσ. οικονόμος αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες