Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικονομικώς, επίρρ.
-
- 1) Προνοητικά· σκόπιμα:
- έστειλαν τον … Βαρνάβαν, ωσάν Κυπριώτην, οικονομικώς διά να στερεώσει … εκείνο οπού οι άλλοι Κυπριώτες είχαν κάμει (Ροδινός 175· Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7415).
- 2)
- α) Σύμφωνα με τη θεία πρόνοια:
- ο Θεός οικονομικώς έκαμεν την νύκταν και την ημέραν, την ημέραν διά να δουλεύει ο άνθρωπος και την νύκτα διά να αναπεύεται (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 48v)·
- β) σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο σωτηρίας του ανθρώπου:
- εγεννήθη ο Χριστός … οικονομικώς διά την ημών σωτηρίαν (Προσκυν. Κουτλ. 390 14723).
- α) Σύμφωνα με τη θεία πρόνοια:
[μτγν. επίρρ. οικονομικώς. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- 1) Προνοητικά· σκόπιμα:



