Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοκυρά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οικοκυρά η· νοικοκερά· νοικοκυρά· πληθ. νοικοκυράδες· νοικουκυράδες· οικοκυράδες.
  • 1) Οικοδέσποινα, νοικοκυρά:
    • (Πανώρ. Β́ 25), (Στάθ. Β́ 44).
  • 2)
    • α) Σύζυγος:
      • Έζησεν Απολλώνιος με την νοικοκερά του … με τιμήν (Ριμ. Απολλων. [1855]
    • β) γυναίκα έγγαμη:
      • τες κόρες τες ανέγλυτες και τες οικοκυράδες (Γεωργηλ., Θαν. 27).
  • 3)
    • α) Αφέντρα, οικοδέσποινα (σε σχέση με το υπηρετικό προσωπικό):
      • ήθε’ να του συγκλιθεί (ενν. του Ιωσήφ) κουρφά η νοικοκερά του (Χούμνου, Κοσμογ. 1662
    • β) (μεταφ.):
      • νοικοκερά τση θέλησης … και νου μου (Φορτουν. Ιντ. γ́ 44).
  • 4)
    • α) Ιδιοκτήτρια, κάτοχος:
      • η ηγουμένη και οικοκυρά του μοναστηρίου (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 1643
      • (εδώ και διαχειρίστρια κληρονομικής περιουσίας):
        • Τη θυγατέρα μου αφήνω … νοικοκερά … σ’ ό,τ’ έχω (Διαθ. 17. αι. 678‑9
    • β) (ειδικ.) ιδιοκτήτρια μισθίου:
      • (Ασσίζ. 7429).

[<ουσ. οίκος + κυρά. Οι τ. <συνεκφ. με προηγ. λ. που λήγουν σε ‑ν. Ο τ. ‑κερά και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑κυρά στο Βλάχ. και σήμ. Οι πληθ. νοικο‑ και οικο‑ στο Du Cange (λ. οικοκυρός). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οικοκυράτον το· νοικοκεράτο(ν)· νοικοκυράτον.
  • Τα σχετικά με τη διαχείριση του σπιτιού, το νοικοκυριό:
    • Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα (Ερωτόκρ. Ά 805· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1612).

[<ουσ. οικοκυρά + κατάλ. ‑άτον. Ο τ. νοικοκεράτο και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες