Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οικοδόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδόμος ο [ikoδómos] Ο18 : τεχνίτης ή εργάτης που ασχολείται με το χτίσιμο ιδίως οικοδομών: Σωματείο / απεργία οικοδόμων.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμος `χτίστης, αρχιτέκτονας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go