Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικοδιδάσκαλος ο [ikoδiδáskalos] Ο19 : (παρωχ.) αυτός που παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα πηγαίνοντας στα σπίτια των μαθητών του: Εργάστηκε ως ~.
[λόγ. οικο- + διδάσκαλος μτφρδ. γερμ. Hauslehrer]



