Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικογενειοκρατία η [ikojeniokratía] Ο25 : κυριαρχία μιας οικογένειας σε ορισμένον τομέα ομαδικής ζωής και ιδίως δράσης· (πρβ. νεποτισμός): ~ σε υπουργείο / σε οργανισμό. Ο πρωθυπουργός κατηγορείται για ~ στην κυβέρνηση.
[λόγ. οικογένει(α) -ο- + -κρατία κατά τα γεροντοκρατία, φαυλοκρατία]



