Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικογενειάρχης ο [ikojeniárxis] Ο10 : παντρεμένος άντρας που έχει αναλάβει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας: Kαλός / κακός ~. Ένας φτωχός ~. Δεν ντρέπεται ~ άνθρωπος να ξενυχτά στα μπαρ!
[λόγ. οικογένει(α) + -άρχης]



