Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικιστής ο [ikistís] Ο7 : (ιστ.) ο επικεφαλής των αποίκων και γενικά ο ιδρυτής μιας πόλης κατά την ελληνική (και ρωμαϊκή) αρχαιότητα: Bύζας, ο ~ του Bυζαντίου. Ρωμύλος, ο ~ της Ρώμης.
[λόγ. < αρχ. οἰκιστής]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικιστής ο.
-
- (Πιθ.) ιδρυτής (μονής)·
- (εδώ μεταφ. προκ. για άγιο):
- έχομεν τούτον (ενν. τον άγιον) οικιστήν εξαρχής και βοηθόν (Χειλά, Χρον. 347).
- (εδώ μεταφ. προκ. για άγιο):
[αρχ. ουσ. οικιστής. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- (Πιθ.) ιδρυτής (μονής)·



