Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικέτης ο.
-
- 1)
- α) Δούλος, υπηρέτης:
- (Φλώρ. 359)·
- β) ευπατρίδης έμπιστος στην υπηρεσία άρχοντα:
- εξαπέστειλε … οικέτας και δημαγωγούς αυτού γεγυμνασμένους (Αξαγ., Κάρολ. Έ 242)·
- γ) υπήκοος· (εδώ με ταπεινότητα):
- μη κλείσῃς ακοάς, μηδέ αποστραφῄς μοι τον δούλον και οικέτην σου (Προδρ. III 46).
- α) Δούλος, υπηρέτης:
- 2) Υποτελής, υπόδουλος:
- τα έθνη υποτάξας (ενν. ο Ακρίτης), ώστε και φόρους βασιλεί παρέχειν ετησίους και οι ποτέ πολέμιοι γεγόνασιν οικέται (Διγ. Z 4200).
[αρχ. ουσ. οικέτης. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- 1)



