Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οζίδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οζίδιο το [ozíδio] Ο40 : (ιατρ.) μικρός όγκος που σχηματίζεται μέσα στο δέρμα ή κάτω από αυτό.

[λόγ. όζ(ος) υποκορ. -ίδιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go