Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρά, επίρρ.
-
- Με πόνο (ψυχής), με πολλή θλίψη· σπαρακτικά:
- να λυπηθώ και να δαρθώ, οδυνηρά να κλάψω (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 107).
[<επίθ. οδυνηρός. Η λ. και σήμ.]
- Με πόνο (ψυχής), με πολλή θλίψη· σπαρακτικά:



