Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οδοστρωτήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδοστρωτήρας ο [oδostrotíras] Ο2 : (τεχν.) όχημα οδοποιίας εφοδιασμέ νο με βαρύ μεταλλικό κύλινδρο μεγάλης διαμέτρου και πάχους, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή (ισοπέδωση, συμπίεση) του οδοστρώματος. (έκφρ.) περνάει κάποιος / κτ. σαν ~, κυριαρχεί απόλυτα ή εξαφανίζει τα πάντα. || Xειροκίνητος ~, μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε μικρότερης κλίμακας παρόμοιες κατασκευές.

[λόγ. οδο- + στρώ(νω) -τήρ > -τήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go