Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοστάτης ο.
-
- Αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους· κακοποιός, ληστής:
- ο Μουσούρ, ο ανδρείος και ληστής οδοστάτης (Διγ. Άνδρ. 36722)·
- εγώ ειμί ο τον Μουσούρ ενδίκως θανατώσας, τον οδοστάτην, τον ληστήν (Διγ. Z 2675)·
- (μεταφ.):
- την ταλαίπωρον ανθρωπότητα, την οποίαν και επλήγωσαν ανιάτως οι κακοί οδοστάται του βίου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 15036).
[<ουσ. οδός + ‑στάτης (<ίσταμαι). Η λ. τον 4. αι. (TLG)]
- Αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους· κακοποιός, ληστής: