Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοντοτεχνίτης ο [oδondotexnítis] Ο10 : τεχνίτης που κατασκευάζει δόντια, οδοντοστοιχίες κτλ. με βάση τις οδηγίες του οδοντίατρου: Σχολή οδοντοτεχνιτών.
[λόγ. οδοντο- + τεχνίτης μτφρδ. γερμ. Zahntechniker]



