Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοντοσκόπιο το [oδondoskópio] Ο40 : οδοντιατρικό εργαλείο, που αποτελείται από μικρό στρογγυλό καθρέφτη προσαρμοσμένο σε λαβίδα, με το οποίο ο οδοντίατρος μπορεί να εξετάζει καλύτερα τα δόντια και τη στοματική κοιλότητα.
[λόγ. οδοντο- + -σκόπιον]



