Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοντογλυφίδα η [oδondoγlifíδa] Ο26 : ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθ. από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια: Ένα κουτί οδοντογλυφίδες. || Σαν ~, για κπ. ή κτ. πολύ λεπτό: Πόδι / γάμπα / χέρι σαν ~. Έκανε δίαιτα κι έγινε σαν ~.
[λόγ. οδοντο- + γλυφ(ίς) -ίδα μτφρδ. γερμ. Zahnstocher]



