Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οδοκαθαριστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδοκαθαριστής ο [oδokaθaristís] Ο7 : αυτός, ιδίως δημοτικός υπάλληλος, που ασχολείται με το σκούπισμα των δρόμων· σκουπιδιάρης: Aπεργία οδοκαθαριστών.

[λόγ. οδο- + καθαριστής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go