Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδηγήτρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οδηγήτρια η· οδηγητρία.
— Βλ. και οδηγή.
  • (Προκ. για την Παναγία)
    • 1) Αυτή που καθοδηγεί, που δείχνει το σωστό ηθικά δρόμο:
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 735), (Αλφ. 1547).
    • 2)
      • α) Ως προσων. της Παναγίας:
        • (Προσκυν. Ιβ. 535 453
        • η υπεραγία Θεοτόκος η Οδηγήτρια (Notizb. 85
        • (προκ. για την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Αγία Σοφία):
          • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 373, 137
      • β) σε ορκωτική έκφρ.:
        • ναι μα την Οδηγητρία (Συναξ. γυν. 778).
    • 3) Ναός ή μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία:
      • (Notizb. 43
      • Παραπάνω … είναι η Οδηγήτρια, μοναστήρι των καλογριάδων (Προσκυν. Λαύρ. 874 9838).

[μτγν. ουσ. οδηγήτρια (TLG). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες