Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οδήγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδήγηση η [oδíjisi] Ο33 : το να οδηγεί κάποιος ένα όχημα, ιδίως αυτοκίνητο: Mαθαίνω ~. H ~ μέσα στην πόλη / κατά τη νύχτα είναι πιο δύσκο λη. || για τη νομότυπη δυνατότητα οδήγησης: Άδεια / δίπλωμα οδήγησης.

[λόγ. < ελνστ. ὁδήγη(σις) `καθοδήγηση΄ -ση κατά τη σημ. του οδηγώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go