Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ογκώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ογκώνω [oŋgóno] -ομαι Ρ1 : 1. (σπάν.) διογκώνω κτ. 2. (μτφ.) αυξάνω ή επιτείνω κτ.: Ογκώνεται το κύμα των αυξήσεων / της λαϊκής αγανάκτησης.

[λόγ. < αρχ. ὀγκ(ῶ) `διαστέλλω΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ογκώνω· 'γκώνω, (Ευγέν. 997αγκώνω, (Διήγ. παιδ. 246εγκώνω.
  • I. (Μέσ.)
    • 1) Φουσκώνω, πρήζομαι:
      • να πρησθείς, να ογκωθείς (Διήγ. παιδ. 246 κριτ. υπ).
    • 2) (Μεταφ.)
      • α) «φουσκώνω» από θυμό, θυμώνω:
        • ο βασιλεύς ογκώθην … και η οργή επλήθυνεν (Ριμ. Βελ. ρ 527
      • β) υπερηφανεύομαι:
        • (Αλφ. καταν. 87).
  • II. (Ενεργ., αμτβ.) αηδιάζω:
    • … και 'γκώνει όλον το στόμα σου και χάνεται όλη η γλύκα (Ευγέν. 997).
  • Η μτχ. παρκ. (αγκωμένος) ως επίθ. = θυμωμένος:
    • (Μαχ. 22826).

[αρχ. ογκόω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αγκώνω). Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες