Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ογκώδης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ογκώδης, επίθ.
  • Το ουδ. ως ουσ. = αυτό που έχει μεγάλο όγκο·
    • (εδώ μεταφ.) η αλαζονεία:
      • το ογκώδες και βαρύ ταπεινωθέν, το κούφον και λεπτόν εις ύψος αίρεται (Δούκ. 4925).

[αρχ. επίθ. ογκώδης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ογκώδης -ης -ες [oŋgóδis] Ε11 : που έχει σχετικά μεγάλο όγκο, μεγάλες διαστάσεις: Ογκώδες δέμα / κιβώτιο. Ογκώδη έπιπλα. ~ τόμος, πολύ μεγάλος. || πολυπληθής: ~ συγκέντρωση / διαδήλωση / πορεία.

[λόγ. < αρχ. ὀγκώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go