Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογκρατέν [ogratén] Ε (άκλ.) : (μαγειρ.) μέθοδος μαγειρέματος ορισμένων φαγητών, τα οποία καλύπτονται ιδίως με κρέμα ή τυρί, και ψήνονται στο φούρνο: Mακαρόνια / κουνουπίδι ~. || (ως ουσ.) το ογκρατέν: Δεν του αρέσει το ~.
[λόγ. < γαλλ. au gratin]