Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ογκρατέν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ογκρατέν [ogratén] Ε (άκλ.) : (μαγειρ.) μέθοδος μαγειρέματος ορισμένων φαγητών, τα οποία καλύπτονται ιδίως με κρέμα ή τυρί, και ψήνονται στο φούρνο: Mακαρόνια / κουνουπίδι ~. || (ως ουσ.) το ογκρατέν: Δεν του αρέσει το ~.

[λόγ. < γαλλ. au gratin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες