Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξύω· ?ξύνω· ξυώ· μτχ. παρκ. ξυσμένος.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Κάνω κ. λείο με το τρίψιμο, λειαίνω:
      • έξυσαν (ενν. τα μάρμαρα) και τα εστίλβωσαν (Hagia Sophia ω 52712).
    • 2) Καθαρίζω κ. με ξύσιμο·
      • α) (προκ. για άλογο) ξυστρίζω:
        • (Αιτωλ., Μύθ. 573
      • β) (προκ. για ψάρι) ξελεπίζω:
        • (Ιμπ. (Legr.) 681).
    • 3) (Προκ. για βασανιστήριο) γδέρνω:
      • να κρεμάσουν τον άγιον και να τον ξυούσιν με νύχια σιδερένια (Ροδινός 215).
    • 4) Τρίβω με τις άκρες των νυχιών μέρος του σώματος· (εδώ σε παροιμ. φρ.):
      • Όποιος ξύει την ψώραν του άλλου, δροσίζει την εδικήν του (Μπερτόλδος 78).
    • 5) Κομματιάζω:
      • Λαγωού ορχίδια ξύσε τα με το μαχαίριν (Σταφ., Ιατροσ. 366).
    • 6) Σκαλίζω, λαξεύω:
      • λιθάριν … βαθία εξυσμένον (Αχιλλ. L 494 (έκδ. εζω‑)).
  • II. (Μέσ.) ξύνω μέλη του σώματός μου με σκοπό την αποτρίχωση:
    • ξύουνται με γιαλία, διά να εβγάζουν τα μαλλία (Συναξ. γυν. 526).

[αρχ. ξύω. Η λ., ο τ. ξυώ (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑νω και η μτχ. παρκ. ξυσμένος και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες