Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξύσμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξύσμα το [ksízma] Ο48 : πολύ μικρό κομμάτι, απόρριμμα που βγαίνει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας: Ξύσματα από μολύβι. ~ λεμονιού, ξυσμένη φλούδα λεμονιού.

[αρχ. ξύσμα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξύσμα το.
  • Ξύσμα:
    • χαλκείου ξύσμα (Ιερακοσ. 48612).

[αρχ. ουσ. ξύσμα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go