Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξόδι
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξόδι το [ksóδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) κηδεία.

[μσν. ξόδι < εξόδιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. υποκορ. του ελνστ. ἔξοδ(ος) `θάνατος΄, αρχ. σημ.: `τέλος΄ -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
ξόδι(ν) το,
βλ. εξόδιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξοδιάζω [ksoδjázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξοδεύω.

[μσν. ξοδιάζω < ελνστ. ἐξοδιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξοδιάζω,
βλ. εξοδιάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξόδιασμα το [ksóδjazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) το ξόδεμα.

[ξοδιασ- (ξοδιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go