Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξωτικό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξωτικό το [ksotikó] Ο38 : δαιμόνιο των λαϊκών παραδόσεων· (πρβ. αερικό).

[μσν. ξωτικό ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐξωτικός `ξένος, ξένος προς την πίστη, ειδωλολάτρης΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξωτικός, επίθ.,
βλ. εξωτικός.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go