Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξωθιά η [ksoθxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) νεράιδα.
[ίσως ξωτικιά > ξωτκιά (συγκ. του άτ. [i] ) > ξωθκιά (ανομ. τρόπου άρθρ. [tk > θk] ) > ξωθιά (απλοπ. του συμφ. συμπλ. [θk > θ] )]



