Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυράφι το [ksiráfi] Ο44 : 1.η ξυριστική λεπίδα του κουρέα. ΦΡ (βρίσκεται) στην κόψη του ξυραφιού, για κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση που μπορεί να ανατραπεί κάθε στιγμή, να καταλήξει σε αποτυχία. έχει μυαλό ~ / το μυαλό του είναι ~, είναι πολύ έξυπνος. 2. ξυραφάκι.
[μσν. ξυράφι < ελνστ. ξυράφιον υποκορ. του αρχ. ξυρόν]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυράφι το· ξεράφιον· ξουράφι· ξουράφιν· ξυράφιν.
-
- Ξυράφι:
- εις το κεφάλιν του έβαλε ξουράφι να το ξουρίσει (Συναξ. γυν. 213)·
- (σε μεταφ.):
- το στόμα οπού έχει το ξεράφιον αποκάτω (Μπερτόλδος 72).
[μτγν. ουσ. ξυράφιον. Οι τ. ‑ιν, ξουράφιν, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ξουράφι (Du Cange) και η λ. και σήμ.]
- Ξυράφι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυραφιά η [ksirafxá] Ο24 : μικρή τομή μιας επιφάνειας, ιδίως του δέρματος, που γίνεται με ξυράφι: Είχε μια ~ στο πρόσωπο.
[ξυράφ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυραφίζω [ksirafízo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω με ξυράφι, κάνω ξυραφιές σε μια επιφάνεια: Tην ξυράφισε στο πρόσωπο για να την εκδικηθεί. Ξυράφισαν τις πολυθρόνες του σινεμά.
[ξυράφ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυραφιστής ο.
-
- Κουρέας:
- (Προδρ. IV 556 χφ P κριτ. υπ).
[<αόρ. του ξυραφίζω (Δημ., Κριαρ.) + κατάλ. ‑τής]
- Κουρέας: